- χαμελαΐτης
- χᾰμ-ελαΐτης [pron. full] [ῑ] οἶνος wineA flavoured with χαμελαία, Id.5.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμελαΐτης — ὁ, Α (για κρασί) αρωματισμένος με χαμελαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμελαία + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek